Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δίλημμα - 1
- απόδοση: η δυσκολία εκλογής μεταξύ δύο διαφορετικών τρόπων ενέργειας που παρουσιάζουν εξ΄ ίσου σοβαρή αβεβαιότητα ή δυσκολία εφαρμογής
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσφάτως αντιμετώπισε ένα βασανιστικό δίλημμα το οποίο του προκάλεσε μέγιστη δυσκολία αποφάσεων