Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσληφθείς
- απόδοση: που έχει προσληφθεί σε εργασιακό περιβάλλον
- γένη: -είς -είσα -έν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο προ έτους προσληφθείς στην Εθνική Τράπεζα