Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομαλός - 2
- απόδοση: που σχηματίζεται σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες άνευ εξαιρέσεων
- αντίθετο: ανώμαλος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για καθ΄ όλα ομαλό ρήμα