Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμαξοστάσιο
- απόδοση: εγκαταστάσεις όπου σταθμεύουν ή συντηρούνται οχήματα των εταιρειών μαζικής μεταφοράς
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’