Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομαλός - 1
- απόδοση: που η επιφάνεια του δεν φέρει εξοχές ή εσοχές / κάθε τι που λειτουργεί ή εξελίσσεται κανονικά χωρίς παρεκκλίσεις από τους καθιερωμένους κανόνες
- αντίθετο: ανώμαλος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’