Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντιστοιχία
- απόδοση: που βρίσκονται τοποθετημένα συμμετρικά το ένα έναντι του άλλου / που κατέχουν ανάλογη θέση σε μία παράλληλη κατάταξη ή διάταξη / με σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγνοεί πλήρως την αντιστοιχία των αξιωμάτων στα τρία όπλα του στρατεύματος