Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναντίστοιχος
- απόδοση: που σε σχέση με κάτι άλλο δεν βρίσκεται σε κατάσταση συμμετρίας ή ακολουθίας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’