Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ατολμία
- απόδοση: η διστακτικότητα εν ώρα αποφάσεων ή προκειμένου να προκύψει απαραίτητη ενέργεια / η έλλειψη τόλμης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε επιχειρηματίας που τον χαρακτήριζε βαθιά ατολμία