Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διευκρίνηση
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του διευκρινίζω / κάθε απαραίτητη εξήγηση που καθιστά κάτι κατανοητό ή απολύτως σαφές
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι διευκρινίσεις που παρείχε για τις ενέργειές του υπήρξαν τουλάχιστον ασαφείς