Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμφύτευση - 1
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του εμφυτεύω
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δέχθηκε εμφύτευση τριχών στο φαλακρό της κεφαλής του