Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπνευσμένος
- απόδοση: που προκαλεί τον ενθουσιασμό των άλλων με την φυσική του παρόρμηση & το πάθος δημιουργίας / ο δημιουργημένος από μία υψηλή έμπνευση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’