Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξουσιοδότηση
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του εξουσιοδοτώ / το έγγραφο δια του οποίου εξουσιοδοτείται κάποιος / η μεταβίβαση αρμοδιότητος από ένα κρατικό όργανο σε άλλο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’