Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρητορικός
- απόδοση: ο αναφερόμενος σε ρήτορα / προκειμένου για πρόσωπο με ρητορικά χαρίσματα / ο εκφραζόμενος επιδεικτικά / ο στομφώδης
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’