Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υστέρηση
- απόδοση: αντί του καθυστέρηση σε θέματα επιστημονικής φύσεως / η καθυστέρηση εκδήλωσης ενός φαινομένου σε σχέση με την μεταβολή του αίτιου που προκαλεί αυτό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’