Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραχαράκτης
- απόδοση: αυτός που ενεργεί συνειδητά με σκοπό να παραχαράξει κάτι να διαστρεβλώσει να αλλοιώσει
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’