Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σακαράκα
- απόδοση: παλαιό & άχρηστο όχημα / κάθε τι παλαιό & υπερβολικά φθαρμένο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για λόγους συναισθηματικούς εξακολουθεί & οδηγεί αυτή την λ