Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκκωφαντικός
- απόδοση: αναφερόμενοι σε τόσο ισχυρό ήχο που δεν επιτρέπει να ακουσθεί κάτι άλλο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’