Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποθεματικό
- απόδοση: μέρος από τα κέρδη των επιχειρήσεων που προορίζεται για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’