Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλησίστιος
- απόδοση: που πλέει με φουσκωμένα τα πανιά / που κατευθύνεται ολοταχώς κάπου
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δια μέσου της ερωτικής σχέσεως που περιέργως ανέχεται κινείται λ προς την συναισθηματική κατάρρευση