Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προαίρεση - 2
- απόδοση: η κατεύθυνση των σκέψεων κάθε ανθρώπου δια της οποίας κρίνει τις πράξεις του ή των πλησίον αυτού από ηθικής απόψεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’