Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δικαιοδοσία
- απόδοση: το δικαίωμα / η δια νόμου ή κατόπιν εντολής εξουσία που δίδεται σε άτομο προκειμένου να κρίνει ή να ενεργήσει εντός καθορισμένων πλαισίων / το σύνολο των καθηκόντων & των δικαιωμάτων που δίδονται σε κάποιον δια ορισμένης εξουσίας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’