Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξαίρεση
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του εξαιρώ ήτοι διαχωρισμός από σύνολο μη αποδίδοντας ή μη επιβαρύνοντας ό,τι αναλογεί για τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου / απαλλαγή από νόμιμο δικαίωμα ή στέρηση νόμιμου δικαιώματος / παρέκκλιση εκ του κανόνος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’





