Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όχημα
- απόδοση: κάθε τι που κινείται συνήθως με χρήση τροχών & χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσον επιβατών ή εμπορευμάτων / μέθοδος που χρησιμοποιούμαι για την επίτευξη & υλοποίηση επιθυμητού
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απέκτησε λ πολυτελές που προσφέρεται για ολίγους
με εντυπωσίασε ιδιαίτερα θα έλεγα δε πως πρόκειται για λ σπανίου τύπου
με λ τη προκληθείσα δυσφορία ίππευσε επί της κοινής γνώμης
όχημα…
λ αμφίβιο
√ απόδοση: που κινούνται στην ξηρά & σε υδάτινο περιβάλλον
λ γερανοφόρο
√ απόδοση: που φέρει ανυψωτικό γερανό
λ δημοσίας χρήσεως
λ επιβατικό
λ ερπυστριοφόρο
√ απόδοση: που κινείται με ερπύστριες αντί ελαστικών τροχών ή σε συνδυασμό των δύο
λ μεταφοράς προσωπικού
√ απόδοση: που μεταφέρει εργαζόμενους ή στρατιωτικούς
λ πυροσβεστικό
λ ρυμουλκούμενο
√ απόδοση: που έλκεται από προπορευόμενο
λ σκευοφόρος
√ απόδοση: που μεταφέρει αποσκευές & λοιπά αντικείμενα που συνοδεύουν τους επιβάτες
λ στρατιωτικό