Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξορισμένος
- απόδοση: αυτός που του επέβαλλαν κατάσταση εξορίας / που εγκαταστάθηκε σε απομακρυσμένο τόπο λόγω αναγκών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’