Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξάρτηση
- απόδοση: σχέση κατά την οποία κάποιος ή κάτι εξαρτάται από άλλον ή βρίσκεται στην δικαιοδοσία άλλου / συμπεριφορά οργανισμού καθοριζόμενη από δεχόμενα ερεθίσματα του περιβάλλοντος & των αντιδράσεων που προκύπτουν από αυτά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’