Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κάργκο
- απόδοση: πλοίο ή αεροπλάνο που μεταφέρει φορτίο / το φορτίο θαλάσσιου ή εναέριου μεταφορικού μέσου
- συγγενές: cargo
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’