Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πειθαρχικός
- απόδοση: που αφορά ή σχετίζεται με την πειθαρχία / αυτός που υπακούει σε πειθαρχικούς κανόνες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’