Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αηδιαστικός
- απόδοση: αυτός που προκαλεί αίσθημα αηδίας / ο αποκρουστικός κατά την όψη ή τις ενέργειες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’