Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εποχούμενος
- απόδοση: που διανύει απόσταση μεταφερόμενος με όχημα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κοσμικό μέρος από το οποίο διέρχονται οι λογής λογής εποχούμενοι εραστές