Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διέλευση
- απόδοση: το διέρχομαι / σύντομη παραμονή σε τόπο κατά την πορεία σε τελικό προορισμό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαγορεύεται η λ πεζών
τη θερινή περίοδο απαγορεύεται η λ τροχοφόρων στον ορεινό όγκο του Υμηττού