Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλημμελής
- απόδοση: που εκδηλώνει ελλείψεις ως προς το απαραίτητο / που παρουσιάζει παραλείψεις
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’