Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αύτανδρος
- απόδοση: πλοίο που βυθίσθηκε χωρίς να υπάρξει ουδείς διασωθείς
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το υποβρύχιο εδέχθη πλήγμα ανθυποβρυχιακής βόμβας βυθίστηκε δε αύτανδρο