Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υψηρεφής
- απόδοση: ο έχων υψηλή οροφή / ο ψηλοτάβανος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαμένει σε εντυπωσιακά υψηρεφές διαμέρισμα νεοκλασικής κατοικίας