Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναρριχητικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την αναρρίχηση / κάθε τι που έχει την ιδιότητα να αναρριχάται
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’