Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σκυρόδεμα
- απόδοση: ευρείας χρήσεως οικοδομικό υλικό αποτελούμενο από σκύρα άμμο τσιμέντο & το αναλογούν νερό
- συγγενές: μπετόν
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’