Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όργιο
- απόδοση: θρησκευτική τελετή κατά την εξέλιξη της οποίας οι συμμετέχοντες κατέληγαν σε ενθουσιαστική έκσταση / διασκέδαση δια ακολάστων πράξεων / πληθώρα ανήθικων ή παράνομων ενεργειών
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’