Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντιληπτικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την αντίληψη ήτοι την ανθρώπινη ικανότητα κατανόησης της πραγματικότητος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’