Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προθάλαμος
- απόδοση: μικρή αίθουσα που εξυπηρετεί ανάγκες υποδοχής ή αναμονής ευρισκόμενη προ των κυρίων χώρων / το στάδιο που προηγείται & οδηγεί στο επόμενο ή στο τελικό
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί προθάλαμο της σοβαρής μουσικής > του Τεκτονισμού
επιλογές που τον οδήγησαν στον προθάλαμο της οικονομικής κατάρρευσης & της χρεωκοπίας
το δημαρχιακό αξίωμα θεωρείται λ του βουλευτικού