Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικοδομικός
- απόδοση: που αναφέρεται σε οικοδομήματα & οικοδομές
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε μάνδρα οικοδομικών υλικών χωρίς αποτέλεσμα
απαιτήθηκε η παύση των οικοδομικών εργασιών λόγω επικινδυνότητας
διαμένουν στο αυτό οικοδομικό τετράγωνο
οικοδομικός ιστός
παραβίασε το όριο της οικοδομικής γραμμής
√ απόδοση: το σύμφωνα με το νόμο όριο της πρόσοψης των κτιρίων
πρόκειται για θορυβώδεις οικοδομικές εργασίες
√ απόδοση: οι απαραίτητες για την ανέγερση επέκταση ή συντήρηση οικοδομημάτων
το υπό κατασκευή οικοδομικό συγκρότημα εντυπωσιάζει δια του όγκου του