Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιβολή - 1
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του επιβάλλω / εξαναγκασμός αποδοχής κάτι δυσάρεστου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’