Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακρατικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με δύο ή περισσότερες κρατικές οντότητες / κάθε τι που υπάρχει μεταξύ κρατών
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’