Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιχμή - 2
- απόδοση: το κορυφαίο τμήμα κάποιου συνόλου η ομοειδών πραγμάτων / η χρονική στιγμή που κάποια κατάσταση φθάνει στην κορύφωσή της / σύντομη αλλά ολοφάνερη κατηγορία εναντίον κάποιου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’