Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιχμή - 1
- απόδοση: η λεπτότατη άκρη αντικειμένου κυρίως εργαλείου / το ακραίο σημείο κάποιας κατασκευής που ομοιάζει με αιχμή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’