Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανιστόρητος - 2
- απόδοση: αναφερόμενοι σε εκκλησία που δεν έχει τοιχογραφηθεί / που δεν εφαρμόσθηκε αγιογραφία στους περιβάλλοντες τοίχους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’