Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανιστόρητος - 1
- απόδοση: που δεν έχει ιστορικές γνώσεις / που αγνοεί ιστορικά γεγονότα / που δεν τον έχουν διηγηθεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’