Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μέγαρο
- απόδοση: πολυτελές οικοδόμημα μεγάλων διαστάσεων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται ως συντηρητής του κτιρίου στο Μέγαρο της Βουλής
απολαύσαμε τον εξαίρετο & επαρκώς διατηρημένο κήπο του Προεδρικού Μεγάρου
διετέλεσε κηποτέχνης στο Μέγαρο Μαξίμου
ιδιοκτήτης ακινήτων σε μέγαρο γραφείων & καταστημάτων
παρακολουθεί ως τακτικός θαμώνας τα προβαλλόμενα στο Μέγαρο Μουσικής
υπήρξε ο επιβλέπων κατά την ανακαίνιση στο Μέγαρο Σταθάτου