Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κτίριο
- απόδοση: ευμεγέθες κτίσμα προοριζόμενο συνήθως για στεγαστικές ανάγκες
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσφάτως χαρακτηρίσθηκε από την αρμόδια αρχή ως διατηρητέο λ
πρόκειται κυριολεκτικώς για σύγχρονο λ με όλες τις προβλεπόμενες ανέσεις
χαρακτηρίσθηκε ως κατεδαφιστέο λ υψηλής επικινδυνότητος
κτίριο…
λ ανεπιτυχούς σχεδίασης
λ ατελές από σχεδιαστική άποψη
λ ατελούς εκτέλεσης
λ βαρβάρου αισθητικής
λ δημόσιο
λ δουλεμένο στο πόδι
λ ευήλατης όψεως
λ ηλεκτροδοτούμενο από ηλιακούς συλλέκτες
λ με δάνεια αρχιτεκτονικά στοιχεία εκ του κλασικισμού
λ με εντυπωσιακό χρωματισμό των όψεων
λ με εξαιρετική εργονομία
λ νεόδμητο
λ που χαίρεσαι να το βλέπεις
λ προσφέρων πολλά στην αισθητική της πόλεως
λ στηρίζων τη λειτουργία του στην ηλιακή ενέργεια
λ σύνηθες & επαναλαμβανόμενο στον οικοδομικό ιστό
λ το οποίο αρχιτεκτονικά άνθεξε στο χρόνο
λ υψηλής αρχιτεκτονικής
λ χωρίς προσωπικότητα