Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατάλυμα
- απόδοση: χώρος για προσωρινή διαμονή / που εξυπηρετεί την κατάλυση ατόμου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε λ προς ανάπαυσή του & κατέληξε να διανυκτερεύσει στο αυτοκίνητο