Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεατρόφιλος
- απόδοση: αυτός που αγαπάει το θέατρο / που παρακολουθεί τακτικά θεατρικές παραστάσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’