Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνοδευτικός
- απόδοση: που συνοδεύει που ακολουθεί κάποιο άτομο ή πράγμα / ο αποστελλόμενος μαζί με κάτι άλλο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’